- πείραρ
- και πεῑρας, -ατος, τὸ, Α(επικ., ιων. και λυρ. τ.) βλ. πέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεῖραρ — end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… … Dictionary of Greek
πείραθ' — πείρατε , πείρω pierce aor imperat act 2nd pl πείρατο , πείρω pierce aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πείρατε , πείρω pierce aor ind act 2nd pl (homeric ionic) πεί̱ρατα , πεῖραρ end neut nom/voc/acc pl πεί̱ρατι , πεῖραρ end neut dat sg πεί̱ρατε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρατ' — πείρατε , πείρω pierce aor imperat act 2nd pl πείρατο , πείρω pierce aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πείρατε , πείρω pierce aor ind act 2nd pl (homeric ionic) πεί̱ρατα , πεῖραρ end neut nom/voc/acc pl πεί̱ρατι , πεῖραρ end neut dat sg πεί̱ρατε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
per-2 — per 2 English meaning: to go over; over Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about” Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about … Proto-Indo-European etymological dictionary
άπειρος — (I) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείρα] 1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος 2. (απολ.) αδαής, αμαθής. (II) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αμέτρητος, απειροπληθής 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… … Dictionary of Greek
απείρατος — ἀπείρατος, ον (Α) 1. αδιάβατος, ανεξερεύνητος 2. άπειρος, απέραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πείραρ ( ατος) «τέλος, τέρμα»] … Dictionary of Greek
απείρων — (I) ἀπείρων, ον (AM) [πείρα] άπειρος, αμαθής. (II) ἀπείρων, ον (Α) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, ατελείωτος αχανής 2. αναρίθμητος, αμέτρητος 3. ο χωρίς τέλος ή διέξοδο 4. ο κυκλικός 5. (για ύπνο) βαθύς … Dictionary of Greek
απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος … Dictionary of Greek